- δειραῖος
- δειραῖος, α, ον,A hilly, craggy, Lyc.994.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δειραίος — δειραῑος, α, ον (Α) [δειράς] απόκρημνος, βραχώδης … Dictionary of Greek
δείραιον — δειραῖος hilly masc acc sg δειραῖος hilly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειραίαν — δειραίᾱν , δειραῖος hilly fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)